Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Full diacritics: πέλεκρα· | Medium diacritics: πέλεκρα | Low diacritics: πέλεκρα | Capitals: ΠΕΛΕΚΡΑ |
Transliteration A: pélekra | Transliteration B: pelekra | Transliteration C: pelekra | Beta Code: pe/lekra |
ἀξίνη, Hsch.
πέλεκρα: «ἀξίνη» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς.