παχύθριξ
German (Pape)
[Seite 539] τριχος, dickhaarig, Arist. gen. anim. 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύθριξ: ὁ, ἡ, πυκνόθριξ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10, ἐν τῷ συγκρ. παχυτριχώτερος.
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες
2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -θριξ, -τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί-θριξ].
Russian (Dvoretsky)
πᾰχύθριξ: τρῐχος adj. густошерстный, покрытый густым мехом (τὰ ζῷα Arst.).