πενθώ
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
πενθῶ, -έω, ΝΜΑ πένθος
1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.)
2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος
3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το τυπικό, δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη ταινία στον βραχίονα, πενθηφορώ
αρχ.
παθ. πενθοῦμαι, -έομαι
είμαι αντικείμενο πένθους, μέ θρηνούν.