πεντεβάλανος

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντεβάλᾰνος Medium diacritics: πεντεβάλανος Low diacritics: πεντεβάλανος Capitals: ΠΕΝΤΕΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: pentebálanos Transliteration B: pentebalanos Transliteration C: pentevalanos Beta Code: penteba/lanos

English (LSJ)

[βᾰ], ον,

   A with five wards, κλειδίον IG22.1533.27 (iv B.C.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην παραστάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + βάλανος (πρβλ. μονο-βάλανος)].