πετασών
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A ham, Ath.14.657e.
German (Pape)
[Seite 605] ῶνος, ὁ, der Schinken vom Vorderblatte des Schweins, lat. petaso, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πετᾰσών: -ῶνος, ὁ, χοιρομήριον, Λατ. petaso, Ἀθήν. 657Ε.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
το χειρομέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το πέτασος και απαντά και στη Λατινική με τη μορφή petaso].