πετρόκαρδος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, σκληρόκαρδος, ανάλγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καρδιά (πρβλ. σκληρόκαρδος)].
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, σκληρόκαρδος, ανάλγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καρδιά (πρβλ. σκληρόκαρδος)].