πιθηκοφαγώ
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
-έω, Α
τρώγω κρέας πιθήκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -φαγῶ (< -φαγος < θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αορ. β' του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφαγώ].