πίπος

From LSJ
Revision as of 02:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 618] ὁ, ein junger, noch piepender Vogel, pipio, Ath. IX, 368 f; vgl. Hesych.; richtiger πίππος wegen des Folgdn. od. πῖπος, ἡ, = πιπώ, Arist. H. A. 9, 1. 21.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
πῖπος, (δ. γρφ·) πιπώ.———————— (II)
ὁ, Α
νεοσσός πτηνού που ακόμη πιπίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του πιπώ].

Russian (Dvoretsky)

πίπος: или πῖπος ὁ предполож. зеленый дятел Arst.