πλίθα

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

και πλίθρα και πλιθιά, η, Ν
πλάκα από πηλό που ξεραίνεται στον ήλιο και χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό, ωμόπλινθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλίθα < πλίθος κατά τα θηλ. σε -α, ο τ. πλίθρα αναλογικά προς το πέτρα, ενώ ο τ. πλιθιά < πλίθος με κατάλ. -ιά (πρβλ. ξερολιθιά)].