ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
και πλίθρα και πλιθιά, η, Ν
πλάκα από πηλό που ξεραίνεται στον ήλιο και χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό, ωμόπλινθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλίθα < πλίθος κατά τα θηλ. σε -α, ο τ. πλίθρα αναλογικά προς το πέτρα, ενώ ο τ. πλιθιά < πλίθος με κατάλ. -ιά (πρβλ. ξερολιθιά)].