τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
Αεπίρρ. από την πλευρά, πλαγίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -ειδῶς (< -ειδής + επιρρμ. κατάλ. -ῶς), πρβλ. μυθοειδώς].