ποιμένισσα
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἡ,
A shepherdess, BGU 1289.11(iii B.C.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
θηλ. του ποιμήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + επίθημα -ισσα (πρβλ. βασίλ-ισσα)].