πολιεύς

Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, der Städtische, Stadtbeschützende, Beiname des Zeus; Arist. de mund. 7; Inscr., wo der gen. auch πολιῶς lautet. Vgl. πολιάς.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
γέροντας που έχει άσπρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «γκρίζος» + κατάλ. -εύς πρβλ. χλωρ-εύς)].

Russian (Dvoretsky)

πολιεύς: έως ὁ хранитель города (эпитет Зевса) Arst.