πολιεύς

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, der Städtische, Stadtbeschützende, Beiname des Zeus; Arist. de mund. 7; Inscr., wo der gen. auch πολιῶς lautet. Vgl. πολιάς.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
γέροντας που έχει άσπρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «γκρίζος» + κατάλ. -εύς πρβλ. χλωρεύς)].

Russian (Dvoretsky)

πολιεύς: έως ὁ хранитель города (эпитет Зевса) Arst.