πολεμόνδε

From LSJ
Revision as of 08:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274

Greek Monolingual

επικ. τ. πτολεμόνδε, Α
1. προς τη μάχη
2. προς τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλεμον του πόλεμος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλιν-δε)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμόνδε en πόλεμον δέ, ep. πτολεμόνδε [πόλεμος] adv., de oorlog in, naar de oorlog.