προστομίδα
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek Monolingual
η / προστομίς, -ίδος, ΝΑ
εξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη του εκτελεστή και διά μέσου του οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη του αέρα που περιέχεται στον σωλήνα του οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ. επιστόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + στομίς «εξάρτημα του χαλινού» (< στόμα)].