προτέρως

From LSJ
Revision as of 03:05, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek (Liddell-Scott)

προτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ πρότερος, κατὰ τὸν πρότερον τρόπον, Βυζ.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. βλ. πρότερος.

Russian (Dvoretsky)

προτέρως: ближайшим образом Arst.