πρωτόζυξ

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

German (Pape)

[Seite 805] υγος, = Vorigem, Κύπρις, Antiphan. 9 (IX, 245), der erste Beischlaf.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόζυξ: -ῠγος, = πρωτόζευκτος, Ἀνθ. Π. 9. 245.

French (Bailly abrégé)

ζυγος (ὁ, ἡ)
marié pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ο πρωτόζευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό-ζυξ].

Greek Monotonic

πρωτόζυξ: -ῠγος (ζεύγνυμι), πρόσφατα παντρεμένος, νιόπαντρος, σε Ανθ.