πυκτεῖον
From LSJ
οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
English (LSJ)
τό,
A boxing-ring, Suid. II (Πυκτός = πτυκτός) book-case, Zonar.
German (Pape)
[Seite 816] τό, Ort od. Kampfplatz für Faustkämpfer, u. von πυκτός, Bücherschrank, Suid., zw.
Greek (Liddell-Scott)
πυκτεῖον: τό, (πυκτεύω) «τόπος ἐν ᾧ πύκται ἀγωνίζονται» Σουΐδ. ἐν λ. πύκτης. ΙΙ. (πυκτὸς) «ἐν ᾧ εἰσι τὰ πυκτία», δηλ. τὰ πινακίδια, Ζωναρ. 1597, ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. πύκτης.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α πυκτεύω
τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι.
(II)
τὸ, Α πυκτή
τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων.