πυρνοτόκος

From LSJ
Revision as of 15:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρνοτόκος Medium diacritics: πυρνοτόκος Low diacritics: πυρνοτόκος Capitals: ΠΥΡΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: pyrnotókos Transliteration B: pyrnotokos Transliteration C: pyrnotokos Beta Code: purnoto/kos

English (LSJ)

ον,

   A food-producing, ἄρουρα Hymn.Is.45.

Greek (Liddell-Scott)

πυρνοτόκος: -ον, ὁ παράγων τροφήν, ἄρουρα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 45.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφήπυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρπο-τόκος.