πυρπολικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό
ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο, γεμισμένο με εύφλεκτα υλικά, προσκολλούνταν στα ξύλινα πλοία της εποχής του, αναφλεγόταν και τά πυρπολούσε, κν. μπουρλότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρπολώ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. πυρπολικόν μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].