Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -τόρος (< θ. τορ- του αορ. τορ-εῖν του τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκότορος].