πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time
-ον, Α(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -τόρος (< θ. τορ- του αορ. τορ-εῖν του τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκότορος].