σαλητόν
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: σαλητόν | Medium diacritics: σαλητόν | Low diacritics: σαλητόν | Capitals: ΣΑΛΗΤΟΝ |
Transliteration A: salētón | Transliteration B: salēton | Transliteration C: saliton | Beta Code: salhto/n |
v. σάρητον.
σαλητόν: «Σοφοκλῆς Ἀνδρομέδᾳ (ἀποσπ. 123). Ἀντίπατρος βαρβαρικὸν χιτῶνα».
Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. σάρητον.