σαλιάρης

Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. εκείνος που του τρέχουν τα σάλια
2. μτφ. α) αυτός που λέει ανοησίες, φλύαρος, σαχλός
β) (με σκωπτική χροιά και για άτομο προχωρημένης ηλικίας) αυτός που του αρέσει ή που συνηθίζει να ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλιο (Ι) + κατάλ. -άρης (πρβλ. γκρινιάρης, ζημιάρης)].