ζημιάρης

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο και ζημιάρικος, -η, -ο ζημιά
αυτός που συχνά από αδεξιότητα ή από απροσεξία του κάνει ζημιές.