σαρκόπτερος

From LSJ
Revision as of 14:42, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόπτερος Medium diacritics: σαρκόπτερος Low diacritics: σαρκόπτερος Capitals: ΣΑΡΚΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sarkópteros Transliteration B: sarkopteros Transliteration C: sarkopteros Beta Code: sarko/pteros

English (LSJ)

ον,

   A with fleshy wings, Simp.in Cat.183.21.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σαρκώδεις φτερούγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό-πτερος].