σατιρικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν σάτιρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σάτιρα ως λογοτεχνικό είδος (α. «σατιρικό ποίημα» β. «σατιρικός συγγραφέας»)
2. σκωπτικός, ειρωνικός («σατιρική διάθεση»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο σατιρικός
συγγραφέας σατιρών.
επίρρ...
σατιρικώς και σατιρικά Ν
με σατιρικό τρόπο, σκωπτικά, ειρωνικά.