σαρκοτρόφος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοτρόφος: ὁ τρέφων τὴν σάρκα, προάγων ἢ παράγων σάρκα, Ideler Φυσ. 1. 208.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, οινοτρόφος].