ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(I)ἡ, Αψωμί.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος, κατά τα θηλ. σε -ία]. (II)τὰ, Νβλ. σιτίο.