σκαληνής

From LSJ
Revision as of 03:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰληνής Medium diacritics: σκαληνής Low diacritics: σκαληνής Capitals: ΣΚΑΛΗΝΗΣ
Transliteration A: skalēnḗs Transliteration B: skalēnēs Transliteration C: skalinis Beta Code: skalhnh/s

English (LSJ)

ές,= σκαληνός, Arist.AP0.74a27, Ph.224a5 (in both places with

   A v.l. σκαληνόν).

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰληνής: -ές, = σκαληνός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. σκαληνόν).

Greek Monolingual

-ες, Α
σκαληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα].

Russian (Dvoretsky)

σκᾰληνής: Arst. = σκαληνός.