σκίφη

Revision as of 03:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, (skifo/s) = knipei/a, Crantor ap. D.L.4.27:—also σκιφία, ἡ, Hsch.

   A s.v. κιμβεία.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = κνιπεία, Crantor bei D. L. 4, 27.

Greek (Liddell-Scott)

σκίφη: [ῑ], ἡ, (σκιφὸς) = κνιπεία, Κράντωρ παρὰ Διογ. Λ. 4. 27· -ὡσαύτως σκιφία, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κυμβία.

Greek Monolingual

και σκιφία, ἡ, Α σκιφός
φιλαργυρία, τσιγκουνιά.

Russian (Dvoretsky)

σκίφη: (ῑ) ἡ бедность, скудость Diog. L.