σκιφός
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Full diacritics: σκῑφός | Medium diacritics: σκιφός | Low diacritics: σκιφός | Capitals: ΣΚΙΦΟΣ |
Transliteration A: skiphós | Transliteration B: skiphos | Transliteration C: skifos | Beta Code: skifo/s |
σκιφή, σκιφόν,= κνιπός, Suid. (s.v.l.).
σκῑφός: -ή, -όν, = κνιπός, Ἡσύχ., Σουΐδ.
και σκιπός, -ή, -όν, Α
1. φειδωλός
2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός.