σκιφός

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑφός Medium diacritics: σκιφός Low diacritics: σκιφός Capitals: ΣΚΙΦΟΣ
Transliteration A: skiphós Transliteration B: skiphos Transliteration C: skifos Beta Code: skifo/s

English (LSJ)

σκιφή, σκιφόν,= κνιπός, Suid. (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 900] = κνιπός.

Greek (Liddell-Scott)

σκῑφός: -ή, -όν, = κνιπός, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

και σκιπός, -ή, -όν, Α
1. φειδωλός
2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός.