σκίφη
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, (σκιφός) = κνιπεία, Crantor ap. D.L.4.27:—also σκιφία, ἡ, Hsch. s.v. κιμβεία.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, = κνιπεία, Crantor bei D. L. 4, 27.
Russian (Dvoretsky)
σκίφη: (ῑ) ἡ бедность, скудость Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
σκίφη: [ῑ], ἡ, (σκιφὸς) = κνιπεία, Κράντωρ παρὰ Διογ. Λ. 4. 27· -ὡσαύτως σκιφία, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κυμβία.
Greek Monolingual
και σκιφία, ἡ, Α σκιφός
φιλαργυρία, τσιγκουνιά.