σπαργάνωμα
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ατος, τό,= σπάργανον, AB304, Phot.
German (Pape)
[Seite 917] τό, das Eingewickelte; auch = σπάργανον; B. A. 304.
Greek (Liddell-Scott)
σπαργάνωμα: τό, = σπάργανον, Α. Β. 304, Φώτ.· πρβλ. σπάργωσις.
Greek Monolingual
το, ΝΑ [[σπαργανῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαργανώνω, φάσκιωμα
αρχ.
το σπάργανο.