σπειροδρακοντόζωνος

From LSJ
Revision as of 22:44, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

English (LSJ)

ον,    A girt with coils of snakes, An.Ox.3.182.

Greek (Liddell-Scott)

σπειροδρᾰκοντόζωνος: -ον, ὁ ἐζωσμένος μὲ σπείρας δράκοντος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 182.

Greek Monolingual

-ον, Α
ζωσμένος με σπείρες δράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + δράκων, -οντος + ζώνη (πρβλ. πυρι-δρακοντό-ζωνος)].