στεφών
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ὑψηλός, ἀπόκρημνος, Hsch.: as Subst.,
A summit of range of hills, ὡς ὁ σ. περιφέρει κύκλῳ Schwyzer 709.8 (Ephesus, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
στεφών: «ὑψηλός, ἀπόκρημνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «ὑψηλός, ἀπόκρημνος»
2. ως ουσ. κορυφή βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ών (πρβλ. ταφ-ών)].