στερνός

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. κατοπινός, ύστερος
2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά
τα γηρατειά
4. φρ. «καλά στερνά»
(ως ευχή) καλά γεράματα
5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — λέγεται για τις περιπτώσεις που κάποιος μετανοεί για απερίσκεπτες πράξεις που έκανε ή για λόγια που είπε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερνός (με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-) < υστερινός].