Στόαξ
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
και Στώαξ, -ακος, ὁ, Α
ένας από τους Στωικούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στοά + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλ-αξ)].