ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: στερχανά | Medium diacritics: στερχανά | Low diacritics: στερχανά | Capitals: ΣΤΕΡΧΑΝΑ |
Transliteration A: sterchaná | Transliteration B: sterchana | Transliteration C: sterchana | Beta Code: sterxana/ |
περίδειπνον, Ἠλεῖοι, Hsch. στέρψανον· ἀξίνη, πέλεκυς, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ηλείους) «περίδειπνον».