στιλβηδόνα

Revision as of 08:24, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / στιλβηδών, -όνος, ΝΜΑ
στιλπνότητα, λαμπρότητα, στίλβη
μσν.-αρχ.
ακτινοβολία (α. «στιλβηδόνες ὀφθαλμῶν», Φιλόδ.
β. «ἡ τῶν ὅπλων στιλβηδῶν», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + εκφρ. επίθημα -ηδών (πρβλ. ἀχθηδών, λαμπηδών)].