λαμπηδών
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
-όνος, ἡ,
A lustre, of the eyes, D.S.3.37 (pl.), S.E.P.1.45; χαλκοῦ Plu.Aem.18; of lightning, Epicur.Ep.2p.45U.: metaph., Plot.5.3.8.
2 brilliance, Lib.Or.59.103; of ebony, Jul.Caes.307d.
German (Pape)
[Seite 12] όνος, ἡ, das Glänzen, Strahlen; D. Sic. 3, 37; ἐνέπλησαν λαμπηδόνος χαλκοῦ τὸ πεδίον Plut. Aem. Paul. 18; S. Emp. pyrrh. 1, 45.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
clarté, éclat.
Étymologie: λάμπω.
Russian (Dvoretsky)
λαμπηδών: όνος ἡ сияние, блеск (ὀφθαλμῶν Diod.; χαλκοῦ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λαμπηδών: ἡ, λάμψις, ὀφθαλμῶν Διόδ. 3. 37· χαλκοῦ Πλουτ. Αἰμίλ. 18· ἐπὶ ἀστραπῆς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 101.
Greek Monolingual
λαμπηδών, -όνος, ἡ (AM)
βλ. λαμπηδόνα.
Greek Monotonic
λαμπηδών: -όνος, ἡ (λάμπω), λάμψη, ακτινοβολία, σε Πλούτ.