στιβώ
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ στίβος
1. πατώ, περπατώ, βαδίζω
2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» — διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.).
(II)
-όω, Α
1. θλίβω, καταθλίβω
2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω /στίβος με σημ. «πατώ, πιέζω», απ' όπου «θλίβω, κολάζω», κατά τα συνηρημένα σε -όω].