στραγγούλισμα
From LSJ
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
Greek Monolingual
στραμπούλιγμα και στραμπούλισμα, και στραγγούλισμα, το, Ν στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)]
εξάρθρωση μέλους του σώματος με συστροφή.