στραγγούλισμα
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
Greek Monolingual
στραμπούλιγμα και στραμπούλισμα, και στραγγούλισμα, το, Ν στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)]
εξάρθρωση μέλους του σώματος με συστροφή.