στρεβλότητα
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
η / στρεβλότης, -ητος, ΝΑ στρεβλός
1. η ιδιότητα του στρεβλού, το να είναι κανείς ή κάτι στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῖς καὶ στρεβλότησι», Πλούτ.)
2. μτφ. α) δυστροπία
β) παραλογισμός.