στρογγυλοτομία

Revision as of 14:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A operation for abscess, Cass.Fel.18.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγυλοτομία: ἡ, ὄνομα ἐγχειρήσεως ἐν ἀποστήμασι, Cas. Felix de med. XVIII, ἔκδ. Val. Rose.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χειρουργική επέμβαση για διάνοιξη αποστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω)].