στυππειουργός

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυππειουργός Medium diacritics: στυππειουργός Low diacritics: στυππειουργός Capitals: ΣΤΥΠΠΕΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: styppeiourgós Transliteration B: styppeiourgos Transliteration C: styppeiourgos Beta Code: stuppeiourgo/s

English (LSJ)

ὁ, written στυππεουργός,

   A tow-worker, PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός (qq.v.).

Greek Monolingual

και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].

Greek Monolingual

και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].