στρουθώδης
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ες,
A like an ostrich, Sch.Ar.Av.877.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς στρουθόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 877.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α στρουθός
όμοιος με στρουθοκάμηλο.