συμμοριτοπόλεμος

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

ο, Ν
πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο-πόλεμος)].

Greek Monolingual

ο, Ν
πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο-πόλεμος)].